βαρκαδιά

βαρκαδιά
η
η ποσότητα που χώρα σε μία βάρκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαρκαδιά — η το φορτίο μιας βάρκας: Μια βαρκαδιά ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουρνιά — η 1. όσα χωράει μια φορά ο φούρνος ή όσα κάθε φορά μπαίνουν μαζί σ αυτόν για ψήσιμο: Μια φουρνιά ψωμιά. 2. μτφ., αριθμός ανθρώπων ή όμοιων πραγμάτων ορισμένης κατηγορίας, ομάδα, δόση (πρβλ. καζανιά, βαρκαδιά): Η φετινή φουρνιά των πρωτοετών… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”